White papers

Έρευνα του Ομίλου Adecco με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE Ζήτηση δεξιοτήτων και διαδικασίες πρόσληψης & μισθοδοσίας του Ανθρώπινου Δυναμικού στην Ελλάδα

May 27, 2025 - 12:00 AM

Έρευνα του Ομίλου Adecco με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE Ζήτηση δεξιοτήτων και διαδικασίες πρόσληψης & μισθοδοσίας του Ανθρώπινου Δυναμικού στην Ελλάδα

  • Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων δηλώνει πως βρίσκεται σε αναζήτηση εργατικού δυναμικού, αναδεικνύοντας το πρόβλημα της στελέχωσης ως μία από τις βασικές προκλήσεις της εποχής.
  • Η ένταξη νέων εργαζομένων χωρίς εμπειρία πραγματοποιείται κυρίως σε μεγάλους οργανισμούς, οι οποίοι επενδύουν στην εκπαίδευσή τους, δημιουργώντας ευκαιρίες εισόδου στην αγορά.
  • Η εργασιακή εμπειρία παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας κατά την επιλογή προσωπικού, επισκιάζοντας άλλα χαρακτηριστικά.
  • Παράγοντες όπως το φύλο και η εθνικότητα δεν φαίνεται να επηρεάζουν την απόφαση πρόσληψης, ωστόσο η ηλικία εξακολουθεί να αποτελεί φραγμό για αρκετούς υποψηφίους.
  • Η εμπειρία στο εξωτερικό (brain regain) δεν αναγνωρίζεται ευρέως ως προστιθέμενη αξία στις διαδικασίες πρόσληψης.
  • Οι περισσότερες επιχειρήσεις υποστηρίζουν την αύξηση του κατώτατου μισθού, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
  • Οι προοπτικές μισθολογικής εξέλιξης εντός των οργανισμών παραμένουν περιορισμένες, γεγονός που εντείνει την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
  • Η επένδυση στην εκπαίδευση για την Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ακόμη περιορισμένη, παρά τη σημασία της για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα.
  • Τέλος, η ανάγκη για κατάλληλη κατάρτιση σε θέματα πράσινης και ψηφιακής μετάβασης αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα και πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της στρατηγικής των οργανισμών.

Κατεβάστε την έρευνα εδώ

 

Την τελευταία περίοδο, γίνεται έντονη συζήτηση για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών που προωθούν τη δίδυμη μετάβαση (πράσινη και ψηφιακή), τη στρατηγική αυτονομία και την επαναβιομηχάνιση. Η συζήτηση αυτή εστιάζει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και θεσμικές αλλαγές, αλλά και στην ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο – με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πιο πρόσφατα έχει ανοίξει ένας διάλογος για τις δεξιότητες που υπάρχουν – και αυτές που απουσιάζουν – στην ελληνική οικονομία και, κατά προέκταση, για τις νέες καταρτίσεις που χρειάζονται αλλά και για τον επαναπατρισμό μέρος του ελληνικού ανθρώπινου κεφαλαίου που έχει ‘διαφύγει’ στο εξωτερικό. Θέλοντας να συνεισφέρει σε αυτή τη συζήτηση, η Adecco Ελλάδος και το Ελληνικό Παρατηρητήριο – Κέντρο Ερευνών για τη Σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο του London School of Economics διεξήγαγε την έρευνα Ζήτηση Δεξιοτήτων και Διαδικασίες Πρόσληψης και Μισθοδοσίας του Ανθρώπινου Δυναμικού στην Ελλάδα. Η έρευνα επιχειρεί να χαρτογραφήσει το πώς διαμορφώνεται η ελληνική αγορά εργασίας από αυτές τις σημαντικές εξελίξεις και τις νέες προκλήσεις, όπως καταδεικνύουν τα πρόσφατα ευρήματα που σχετίζονται με τις ανάγκες και τις πρακτικές των επιχειρήσεων:

 

Οι επιχειρήσεις επενδύουν στους ανθρώπους και το μέλλον

Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων βρίσκεται σήμερα σε αναζήτηση εργατικού δυναμικού, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη γενικότερη κινητικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, το 70% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι αναζητά προσωπικό, στοιχείο που καταδεικνύει αυξημένη ζήτηση για εργασία και πρόθεση επέκτασης των δραστηριοτήτων τους. Παράλληλα, το 57% των επιχειρήσεων αναμένει αύξηση του εργατικού δυναμικού τους εντός του έτους, ένδειξη θετικών προσδοκιών για το οικονομικό τους μέλλον ενώ περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν θεωρούν τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες ως εμπόδιο στην επέκτασή τους, κάτι που φανερώνει εμπιστοσύνη στο οικονομικό περιβάλλον και στις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.

Οι μεγάλοι οργανισμοί ως αρωγοί επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό

Οι μεγαλύτεροι οργανισμοί επενδύουν ενεργά στην πρόσληψη νέων εργαζομένων και στην εκπαίδευσή τους, ενισχύοντας έτσι τον ρόλο τους ως βασικοί πυλώνες εισόδου στην αγορά εργασίας. Οι μεγάλες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αναζητούν προσωπικό αυτή την περίοδο σε ποσοστό που φτάνει το 92%, σε αντίθεση με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπου το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 42%. Παράλληλα, οι μεγάλες επιχειρήσεις προσφέρουν και πιο ολοκληρωμένα προγράμματα κατάρτισης: το 75% αυτών αξιοποιούν επίσημα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων, έναντι 50% στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Οι μικρές επιχειρήσεις επιλέγουν κυρίως εργαζομένους με προϋπηρεσία

Η είσοδος νέων εργαζομένων χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην αγορά εργασίας πραγματοποιείται κυρίως μέσω των μεγάλων οργανισμών, οι οποίοι διαθέτουν τις δομές και τους πόρους για να επενδύσουν στην ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού. Ωστόσο, αναδεικνύεται μια σημαντική πρόκληση: ενώ η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι ίδιες προσλαμβάνουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό αποκλειστικά άτομα με εμπειρία. Συγκεκριμένα, το 46% των πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι απασχολεί μόνο εργαζόμενους με προϋπηρεσία, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις είναι μόλις 16%. Το στοιχείο αυτό φανερώνει τη δυσκολία ένταξης νέων στην αγορά εργασίας μέσω των μικρών επιχειρήσεων, παρά την αριθμητική υπεροχή τους στην οικονομική δραστηριότητα.

Η εργασιακή εμπειρία καθορίζει τις προσλήψεις & η συνάφεια με τη θέση υπερισχύει των σπουδών

Η εργασιακή εμπειρία, και ιδιαίτερα η συνάφειά της με τη θέση, αποτελεί και παραμένει τον πιο καθοριστικό παράγοντα στις αποφάσεις πρόσληψης των εργοδοτών. Η έμφαση αυτή στην προϋπηρεσία επισκιάζει άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά, όπως η συνάφεια των σπουδών ή ακόμη και κρίσιμες αναλυτικές και κοινωνικές δεξιότητες – παρότι οι τελευταίες θεωρούνται απαραίτητες για τη συντριπτική πλειονότητα των θέσεων εργασίας. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι νέοι ή οι επαγγελματίες που μετακινούνται σε διαφορετικό πεδίο απασχόλησης.

Μειώνεται η επίδραση φύλου και εθνικότητας στις προσλήψεις - η ηλικία παραμένει ένας ήπιος αλλά υπαρκτός φραγμός

Εξωγενή χαρακτηριστικά όπως το φύλο και η εθνικότητα – τα οποία σε άλλες περιπτώσεις ενδέχεται να οδηγούν σε στατιστικές διακρίσεις – δεν φαίνεται να επηρεάζουν ουσιαστικά τις αποφάσεις πρόσληψης. Αντιθέτως, η ηλικία εξακολουθεί να διαδραματίζει έναν έστω και περιορισμένο ρόλο στη διαδικασία επιλογής προσωπικού, γεγονός που αναδεικνύει μια ήπια αλλά υπαρκτή προκατάληψη έναντι συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων.

Brain regain χωρίς ισχυρή ζήτηση από τις επιχειρήσεις

Σε ό,τι αφορά τον επαναπατρισμό ταλέντων από το εξωτερικό (brain regain), τα ευρήματα δείχνουν ότι η εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό δεν αποτιμάται ιδιαίτερα θετικά από την πλευρά των εργοδοτών. Η στροφή προς την προσέλκυση Ελλήνων του εξωτερικού φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στην έλλειψη υποψηφίων εντός της χώρας, παρά στην αναγνώριση των προσόντων, των διεθνών εμπειριών ή των πιθανών πλεονεκτημάτων που μπορεί να φέρνουν οι επαναπατριζόμενοι (όπως δίκτυα και διαφορετική νοοτροπία). Το ενδιαφέρον αυτό εντοπίζεται κυρίως στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές και δυνατότητες να προσελκύσουν εργατικό δυναμικό με διεθνές προφίλ.

Η κατάρτιση για AI και βιωσιμότητα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη- ανεπαρκής προετοιμασία για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση

Ένα μη αναμενόμενο και ενδεχομένως ανησυχητικό εύρημα της έρευνας αφορά τη στάση των επιχειρήσεων απέναντι στην ψηφιακή και πράσινη μετάβαση. Παρά τη διεθνή πίεση και τις στρατηγικές προτεραιότητες σε αυτούς τους τομείς, πολλά στελέχη δηλώνουν ότι οι μεταβάσεις αυτές δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά τις ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Συγκεκριμένα, το 40% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι η ψηφιακή μετάβαση, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης, δεν έχει οδηγήσει ούτε σε ανάγκη για νέες δεξιότητες ούτε σε απώλεια προσωπικού. Το αντίστοιχο ποσοστό για την πράσινη μετάβαση ανέρχεται στο 70%, γεγονός που υποδηλώνει περιορισμένη συνειδητοποίηση ή προσαρμογή στις απαιτήσεις του μετασχηματισμού. Αν και το 98% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι παρέχει κάποια μορφή κατάρτισης στο προσωπικό τουλάχιστον περιστασιακά, μόνο μία στις τέσσερις δηλώνει ότι προσφέρει εκπαίδευση σχετική με την πράσινη ή ψηφιακή μετάβαση. Αυτό δείχνει πως, παρά τις παγκόσμιες τάσεις και τις τεχνολογικές εξελίξεις, η οργανωμένη προετοιμασία για το μέλλον παραμένει περιορισμένη.

Οι επιχειρήσεις δεν θεωρούν τον κατώτατο μισθό εμπόδιο- περιθώριο αύξησης χωρίς σοβαρές επιπτώσεις σε προσλήψεις και βιωσιμότητα των επιχειρήσεων
 
Αξιοσημείωτο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων θεωρεί πως το επίπεδο του Εθνικού Κατώτατου Μισθού στη χώρα είναι χαμηλό ή και πολύ χαμηλό. Μόλις το 4% των επιχειρήσεων το χαρακτηρίζει υψηλό, ενώ το 81% δηλώνει ότι το ύψος του κατώτατου μισθού δεν επηρεάζει την πολιτική προσλήψεων ως προς το είδος των συμβάσεων που προσφέρονται. Σχετικά με την προοπτική αύξησης του κατώτατου μισθού στα επίπεδα που έχει θέσει ως στόχο η κυβέρνηση για το 2027, μόνο το 18% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε μείωση των προσλήψεων, ενώ μόλις το 13% εκτιμά ότι θα είχε ως αποτέλεσμα μειωμένα κέρδη ή χρεοκοπία. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, παρά τις προκλήσεις, υπάρχει περιθώριο για μισθολογικές βελτιώσεις χωρίς σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

 

Περιορισμένες ευκαιρίες μισθολογικής εξέλιξης για τους εργαζόμενους - ασθενής σύνδεση προσόντων και αμοιβής

Η ευρεία αποδοχή του κατώτατου μισθού ως εργαλείου πολιτικής, όπως καταγράφεται στην έρευνα, δεν συνάδει με τη μισθολογική πολιτική που εφαρμόζουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Παρά τη θετική στάση απέναντι στον κατώτατο μισθό, η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων προσφέρει περιορισμένες ευκαιρίες μισθολογικής ανέλιξης, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες επαγγελματικής προόδου των εργαζομένων. Επιπλέον, οι αμοιβές που προσφέρονται συνδέονται μόνο σε μικρό βαθμό με τα προσόντα των υποψηφίων, υποδηλώνοντας ένα γενικότερο έλλειμμα σύνδεσης μεταξύ δεξιοτήτων και ανταμοιβής.

Αναγκαία μια νέα στρατηγική δεξιοτήτων με επίκεντρο τη ζήτηση

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν μια σειρά από ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ζήτηση, ανάπτυξη και αποτίμηση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας της χώρας. Η έλλειψη δεξιοτήτων, που συχνά προβάλλεται, συνδυάζεται με μια εικόνα σχετικά περιορισμένης προσπάθειας κατάρτισης σε σύγχρονες εξειδικεύσεις (π.χ. πράσινη και ψηφιακή μετάβαση), χαμηλής αποτίμησης των γνώσεων που αποκτήθηκαν κατά την επίσημη εκπαίδευση (συνάφεια σπουδών), χαμηλής ζήτησης για ταλέντα του εξωτερικού, και περιορισμένης οικονομικής αναγνώρισης των ικανοτήτων των εργαζομένων (προσόντα, δεξιότητες, επαγγελματική ανέλιξη) σε ατομικό επίπεδο. Η παροχή κατάλληλης κατάρτισης για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση θα πρέπει να απασχολήσει και τους οργανισμούς.

 

Tα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας παρουσιάστηκαν σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε στις 27 Μαΐου στο Μουσείο Μπενάκη, παρουσία δημοσιογράφων και εκπροσώπων φορέων της αγοράς εργασίας και της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Την εκδήλωση χαιρέτισε ο Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Nίκος Μηλαπίδης, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ ιδιωτικών, ερευνητικών και κρατικών φορέων για την ενίσχυση της απασχόλησης και την ουσιαστική αναβάθμιση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Όπως τόνισε: «Η γνώση που παράγεται από έγκριτους ερευνητικούς οργανισμούς, όπως το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων και βιώσιμων πολιτικών στον τομέα της απασχόλησης. Πρωταρχικός μας στόχος είναι να καταστήσουμε την ελληνική αγορά εργασίας πιο ελκυστική και ανταγωνιστική. Η αύξηση της γυναικείας συμμετοχής στην εργασία, η ενίσχυση των απολαβών και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας είναι κρίσιμοι τομείς στους οποίους οφείλουμε να συνεχίσουμε να επενδύουμε. Σε αυτή την προσπάθεια, η ουσιαστική συνεργασία με τις επιχειρήσεις και τους φορείς της αγοράς αποτελεί καταλύτη για την πρόοδο. Η παρούσα έρευνα αποτελεί έναυσμα για έναν γόνιμο διάλογο που θα μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε αποτελεσματικές και ρεαλιστικές παρεμβάσεις. Παράλληλα, είναι επιτακτική η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω συνεχούς επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό, στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Βρισκόμαστε σε μια θετική συγκυρία, καθώς έχουμε καταφέρει να μειώσουμε την ανεργία, και τώρα είναι η στιγμή να επικεντρωθούμε στην ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας μέσα από στοχευμένες και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες».

Ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, VP Adecco & Head του Ομίλου Adecco σε Ελλάδα και Βουλγαρία, δήλωσε:

Η περίοδος που διανύουμε είναι συναρπαστική και επιταχυντής τεχνολογικών ανακαλύψεων, οι οποίες με τη σειρά τους μετασχηματίζουν την κοινωνία. Ο κόσμος της εργασίας δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος, όντας άλλωστε ο κατεξοχήν χώρος που αντανακλά τις κοινωνικές ζυμώσεις, το οικονομικό περιβάλλον και κυρίως την εξέλιξη, τις επιδιώξεις και τις προοπτικές των ανθρώπων. Η προσαρμογή στις τεχνολογικές, θεσμικές και οικονομικές εξελίξεις είναι καθοριστική, καθώς διαμορφώνουν τη ζήτηση για νέα προσόντα και ικανότητες. Η μετάβαση σε ένα ψηφιακό και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο στην Ελλάδα προϋποθέτει ένα εργατικό δυναμικό με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που να ανταποκρίνονται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς. Όσο για την μεγάλη πρόκληση της εποχής μας, που αφορά στην Τεχνική Νοημοσύνη, εάν καταφέρουμε να την ενσωματώσουμε στους οργανισμούς με υπευθυνότητα, διαφάνεια και ανθρωποκεντρική προσέγγιση, τότε πραγματικά θα αναπτύξουμε τη δυναμική των πιο σημαντικών μας πόρων, που είναι και θα είναι πάντα οι άνθρωποί μας.

Ο Βασίλης Μοναστηριώτης, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και κάτοχος της Έδρας Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών «Ελευθέριος Βενιζέλος» στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) & Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας για τη Σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο (Ελληνικό Παρατηρητήριο), δήλωσε:

Η έρευνα αυτή είναι η πρώτη του Ελληνικού Παρατηρητηρίου που γίνεται σε συνεργασία με παράγοντες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και αφορά στη συλλογή και ανάλυση πρωτογενών στοιχείων της αγοράς. Ως τέτοια, σηματοδοτεί την απαρχή μιας σειράς παρεμβάσεων, αναλύσεων και συνεργασιών του νέου Κέντρου Ερευνών για τη Σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου, σε θέματα αγοράς εργασίας, οικονομίας και κοινωνίας. Μέσα από μια εξαιρετική συνεργασία με το ελληνικό τμήμα του Ομίλου Adecco, και με την υποστήριξη άλλων φορέων, καταφέραμε με την έρευνα αυτή να θέσουμε μια σειρά από καίρια ερωτήματα στις επιχειρήσεις, τα οποία βοηθούν στην καταγραφή και την ανάλυση των αναγκών της αγοράς σε δεξιότητες και του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται αυτές τις ανάγκες. Τα αποτελέσματα της έρευνας ρίχνουν φως σε νέες πτυχές του ζητήματος οι οποίες δεν είναι πάντα ευδιάκριτες ή εύκολα αναγνώσιμες – όπως η ζήτηση δεξιοτήτων από το εξωτερικό ή η επένδυση σε κατάρτιση αιχμής – και δύναται έτσι να ενημερώσουν την άσκηση πολιτικής και τον δημόσιο διάλογο σε θέματα τα οποία είναι μεγάλης κρισιμότητας για την χώρα.

Ταυτότητα της έρευνας

Η έρευνα  πραγματοποιήθηκε, από την Adecco, σε συνεργασία με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE). Στην έρευνα συμμετείχε δείγμα 407 επιχειρήσεων, αναλυτικότερα 202 μεγάλες επιχειρήσεις από το πελατολόγιο της Adecco Ελλάδος και 205 μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το μητρώο μελών του ΕΒΕΑ.